καύστειρα

καύστειρα
καύσ-τειρᾰ, fem. of καυστήρ,
A burning hot, raging, only as Adj.in gen.,

μάχης καυστείρης Il.4.342

, 12.316;

καυ στείρης . . καμίνου Nic.Th.924

: accented καυστειρῆς in good codd. of Hom. and Nic.:—later in the form [full] καυστηρός, Opp.H.2.509, v.l. in Nic.l.c., cf. EM493.44, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καύστειρα — καύστειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού καυστήρ) 1. αυτή που καίει πολύ, καυστική, πολύ θερμή 2. μτφ. σφοδρή, οξεία («μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • καυστείρης — καύστειρα burning hot fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”